κλίπερ

κλίπερ
(Clipper). Τύπος μεγάλου και γρήγορου ιστιοφόρου, που επινοήθηκε στη Βόρεια Αμερική κατά τα μέσα του 19ου αι. και προοριζόταν για υπερωκεάνια ταξίδια μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων. Τα κ. είχαν ακριβέστατα μελετημένη καρίνα, ώστε να ελαττώνεται στο ελάχιστο η αντίσταση κατά την κίνηση, ενώ διέθεταν 3-5 κατάρτια με τετράγωνα ή σχήματος τραπεζίου πανιά. Η ωφέλιμη χωρητικότητά τους έφτανε τους 5.000-8.000 τόνους σε ορισμένα που ναυπηγήθηκαν μετά το 1880. Τα κ., των οποίων η χρήση διαδόθηκε γρήγορα στους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους, εκτελούσαν συνήθως τακτικά δρομολόγια και σε ορισμένες γραμμές, ενώ υπό εξαιρετικά ευνοϊκές καιρικές συνθήκες διατηρούσαν μέση ταχύτητα τουλάχιστον 14 κόμβων. Τα κ. πραγματοποίησαν πολλές φορές και γρήγορα τον διάπλου του βόρειου Ατλαντικού, ενώ φημισμένοι παρέμειναν στις γραμμές για την Αυστραλία και την Κίνα οι λεγόμενοι αγώνες δρόμου του μαλλιού και του τσαγιού, τους οποίους τροφοδοτούσε ο έντονος ανταγωνισμός των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών εταιρειών εισαγωγής αυτών των ειδών. Τα κ. εξαφανίστηκαν οριστικά κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ού αι., λόγω των ασύγκριτων πλεονεκτημάτων της ατμοπλοΐας. Τα κλίπερ, εξαιρετικά ταχύπλοα ιστιοφόρα, προορίζονταν για υπερωκεάνια ταξίδια. Στη φωτογραφία, ο γνήσιος τύπος που επινοήθηκε στη Βόρεια Αμερική στα μέσα του 19ου αι. Από το 1880 και ύστερα ναυπηγήθηκαν και κλίπερ που διέθεταν τέσσερα και πέντε κατάρτια. Ιστιοφόρο τύπου κλίπερ με 5 κατάρτια, το οποίο χρησιμοποιείται για τουριστικές περιηγήσεις (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το
κλασικό ταχύπλοο ιστιοφόρο πλοίο τού 19ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. clipper].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”